- πλάζειν
- πλάζωturn asidepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλασμός — (I) ὁ, ΜΑ [πλάζω] (στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῑν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῑν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῡ κύματος». (II) ὁ, Μ [πλάσσω] η πλάση, η κατασκευή, το πλάσιμο … Dictionary of Greek